μοκέτα

μοκέτα
carpet

Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μοκέτα — η (υφαντ.) είδος χαλιού, συνήθως από κουρεμένο ή σγουρό βελούδο, συχνά μονόχρωμο, που τοποθετείται κατά κανόνα μόνιμα στο δάπεδο καλύπτοντας όλη την επιφάνειά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. moquette «είδος χαλιού»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”